κονίῃσιν

κονίῃσιν
κόνιος
dusty
fem dat pl (epic ionic)
κονία
dust
fem dat pl (epic ionic)
κονί̱ῃσιν , κονίω
make dusty
pres subj act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κονίηισιν — κονίῃσιν , κόνιος dusty fem dat pl (epic ionic) κονίῃσιν , κονία dust fem dat pl (epic ionic) κονί̱ῃσιν , κονίω make dusty pres subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμβαχος — κύμβαχος, ον (Α) 1. αυτός που πέφτει προς τα κάτω με το κεφάλι («ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κύμβαχος το ακρότατο σημείο τής περικεφαλαίας, ο κώνος της, στον οποίο στηριζόταν το λοφίο («κόρυθος...… …   Dictionary of Greek

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • συνόχωκα — Α (επικ. αμτβ. παρακμ. τού συνέχω) 1. είμαι συνδεδεμένος με κάποιον ή με κάτι («ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε», Ομ. Ιλ.) 2. έχω καταρρεύσει («δέος δ ἕλε πάντας Ἀχαιοὺς τείχεος ὡς ἤδη συνοχωκότος ἐν κονίῃσιν», Κόϊντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. παρακμ. τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”